- Αιγυπτιώτης
- Μόνιμος κάτοικος της Αιγύπτου, που ωστόσο είναι ξένης εθνικότητας· π.χ. οι Α. Έλληνες.
* * *ο (θηλ. -ώτισσα) [Αίγυπτος]αυτός που κατοικεί μόνιμα στην Αίγυπτο, χωρίς να κατάγεται από αυτήν, ξένος γεννημένος στην Αίγυπτοφρ. «οι Αιγυπτιώτες Έλληνες».
Dictionary of Greek. 2013.